Οι Έλληνες και οι Ανατολικοί λαοί
Οι αρχαίοι πολιτισμοί των Ανατολικών λαών, των Ελλήνων και των Ρωμαίων, που αποτελούν τις βάσεις του σύγχρονου πολιτισμού, δεν είναι δυνατό να μελετηθούν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο, γιατί οι λαοί αυτοί δεν έζησαν απομονωμένοι. Αντίθετα έζησαν μέσα σε έναν ενιαίο κόσμο γύρω από την Ανατολική Μεσόγειο. Έτσι οι Έλληνες δέχτηκαν επιδράσεις από όλους τους Ανατολικούς λαούς και οι ίδιοι άσκησαν αποφασιστικές επιδράσεις στον πολιτισμό εκείνων, επιδράσεις που έφτασαν στο υψηλότερο τους σημείο μετά την κατάκτηση της Ανατολής από το Μ. Αλέξανδρο στα μεγάλα ελληνιστικά βασίλεια των Πτολεμαίων, των Σελευκιδών και των Απαλιδών. Όταν οι Ρωμαίοι με τη σειρά τους κατέκτησαν την Ανατολή, τη βρήκαν σε πολύ προχωρημένο στάδιο εξελληνισμού και όχι μόνο δεν έκαναν τίποτε για να μεταβάλουν αυτή την κατάσταση, αλλά αντίθετα προσπάθησαν να επωφεληθούν, χρησιμοποιώντας το ελληνικό στοιχείο και την ελληνική γλώσσα ως συνεκτική δύναμη στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας τους.

Τα ελληνικά φύλα που στις αρχές της 2ης χιλιετίας κατέλαβαν τον ελληνικό χώρο βρήκαν εγκατεστημένους εδώ λαούς περισσότερο πολιτισμένους. Αυτοί οι «Προέλληνες», αν δεν είχαν αποκλειστικά μικρασιατική προέλευση, είχαν οπωσδήποτε δεχτεί ισχυρή μικρασιατική πολιτιστική επίδραση και, με αυτή την έννοια, αποτελούσαν μέρος του κόσμου της αρχαίας Ανατολής. Το τμήμα πάντως του προελληνικού πληθυσμού το οποίο άσκησε αρχικά τη μεγαλύτερη επίδραση πάνω στους Έλληνες ήταν οι Κρήτες, που φαίνεται ότι ανήκαν στους μικρασιατικούς λαούς.

Από τα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ. υπήρχε επικοινωνία και αναπτύχθηκαν εμπορικές σχέσεις ανάμεσα στην Κρήτη και την Αίγυπτο, που εξακολούθησαν ολόκληρη σχεδόν τη 2η χιλιετία π.Χ., όπως μαρτυρούν τα ευρήματα. Αυτές οι σχέσεις είχαν ως επακόλουθο αμοιβαίες πολιτιστικές επιδράσεις. Ανάμεσα στα άλλα, φαίνεται ότι οι Κρήτες πήραν από τους Αιγυπτίους την ιδέα της ιερογλυφικής γραφής, πολύτιμες γνώσεις για την τέχνη και την αρχιτεκτονική κ.ά. Από τις αρχές, επίσης, της 2ης χιλιετίας, η Κρήτη ανέπτυξε επικοινωνία και εμπορικές σχέσεις και με τη Μεσοποταμία.

Σταδιακά, περίπου από το 1700 π.Χ., οι Κρήτες ανέπτυξαν στενές σχέσεις με τους Έλληνες και, μαζί με το δικό τους πολιτισμό, μετέδωσαν και τα ανατολικά στοιχεία που είχαν δεχτεί. Ωστόσο, παρά το ότι αρχικά οι Έλληνες είχαν μεγάλη εξάρτηση από τον ανώτερο κρητικό πολιτισμό, δεν έχασαν την ιδιαιτερότητά τους, όπως φαίνεται από τις διαφορές στον τρόπο οικοδόμησης, στο σχέδιο και στη λειτουργικότητα των ανακτόρων καθώς επίσης και στα θέματα που χρησιμοποιούσαν στη διακόσμηση.

Είναι βέβαιο, τέλος, ότι στην ηπειρωτική Ελλάδα χρησιμοποιήθηκαν οι κρητικές γραφές: η γραμμική Α, και αργότερα, σε μεγαλύτερη έκταση, η γραμμική Β. Επικρατεί η εύλογη υπόθεση ότι η γραμμική Β, που προέρχεται από τη γραμμική Α, δημιουργήθηκε για την καλύτερη απόδοση της ελληνικής γλώσσας, μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Αχαιούς, γύρω στα 1400 π.Χ.

Η μεγάλη μυκηναϊκή επέκταση του 14ου και 13ου αι. π.Χ. έφερε σε άμεση επαφή τους Έλληνες με τους Ανατολικούς λαούς, με τους οποίους ανέπτυξαν εμπορικές σχέσεις και από τους οποίους δέχτηκαν επιδράσεις. Στο θρησκευτικό τομέα δέχτηκαν ορισμένες μικρασιατικές και κρητικές θεότητες, όπως την Άρτεμη και την Αθηνά, και από τη Θράκη το Διόνυσο, ενώ είναι αναμφισβήτητες οι ανατολικές επιδράσεις στον ορφισμό.

Από το 1000 ως το 800, περίπου, π.Χ., μετά την παρακμή της Κρητο-Μυκηναϊκής ναυτικής δύναμης, επικρατούν στο Αιγαίο οι Φοίνικες και οι Έλληνες έρχονται σε πολλαπλές εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις μαζί τους. Αυτή την εποχή παίρνουν από τους Φοίνικες, το αλφάβητο, που το τελειοποιούν και το προσαρμόζουν στη γλώσσα τους προσθέτοντας τα φωνήεντα. Η επικράτησή του οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους: ήταν πιο κατάλληλο από τη γραμμική Β για την απόδοση της ελληνικής γλώσσας και πολύ πιο εύχρηστο, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί από πλατύτερα στρώματα.

Γύρω στα 700 π.Χ. επικρατεί για μια περίοδο στην ελληνική τέχνη (κυρίως στην αγγειογραφία) ο «ανατολίζων ρυθμός», ενώ τα παλιότερα ελληνικά ανδρικά γυμνά αγάλματα, οι κούροι, φαίνεται πως είχαν ως πρότυπο τα αιγυπτιακά. Από τους μικρασιάτες Λυδούς πήραν οι Έλληνες το νόμισμα, εφεύρεση του β μισού του 7ου π.Χ. αιώνα.

Επίσης στον τομέα της επιστήμης οι Έλληνες διδάχτηκαν πολλά από την Ανατολή. Όμως οι γνώσεις των Ανατολικών λαών ήταν εμπειρικές και οι ίδιοι ήταν δεισιδαίμονες και προληπτικοί. Εκείνοι που άνοιξαν το δρόμο των επιστημών και πρώτοι επιχείρησαν να δώσουν μια συνολική και λογική εξήγηση του κόσμου ήταν οι Έλληνες σοφοί της Ιωνίας, για αυτό και δικαιολογημένα θεωρούνται θεμελιωτές και δημιουργοί της καθαρά θεωρητικής επιστήμης.