Ο εκτυπωτής ως περιφερειακή συσκευή
Ο εκτυπωτής ή printer είναι συσκευή που συνδέεται με τον υπολογιστή και μεταφέρει στο χαρτί τις πληροφορίες (κείμενο και εικόνες) που δέχεται από αυτόν. Ο εκτυπωτής ανήκει στην κατηγορία των περιφερειακών συσκευών και συνήθως αγοράζεται ξεχωριστά από τον υπολογιστή. Στην αγορά διατίθενται διάφοροι τύποι εκτυπωτών γενικής αλλά και ειδικότερης χρήσης που ποικίλλουν ανάλογα με την τεχνολογία που χρησιμοποιούν, την ταχύτητα και ποιότητα εκτύπωσης και το κόστος τους. Τα βασικά χαρακτηριστικά που εξετάζει κανείς σε έναν εκτυπωτή είναι η δυνατότητα έγχρωμης εκτύπωσης, η ανάλυση που υποστηρίζει, η ταχύτητα εκτύπωσης και η μνήμη που διαθέτει.

Οι ασπρόμαυροι εκτυπωτές ήταν οι πρώτοι που χρησιμοποιήθηκαν από τους απλούς χρήστες, αλλά σήμερα προσφέρονται στον καταναλωτή εκτυπωτές που δίνουν ιδιαίτερα ποιοτική έγχρωμη εκτύπωση. Η ανάλυση των σύγχρονων εκτυπωτών φτάνει τα 600 dpi (κουκκίδες ανά ίντσα), ενώ αρκετοί ανεβαίνουν μέχρι 1200 και 1800 dpi. Οι υψηλότερες αναλύσεις είναι απαραίτητες όταν πρόκειται να τυπωθούν με ποιοτικό τρόπο γραφικά και εικόνες. Η ταχύτητα των εκτυπωτών αναφέρεται στο πόσες σελίδες μπορούν να τυπώσουν το λεπτό και η τιμή αυτή κυμαίνεται από 4 μέχρι 16 σελίδες. Τέλος, πολλοί από αυτούς περιλαμβάνουν επιπλέον μνήμη, ώστε να αποθηκεύουν προσωρινά τις πληροφορίες που πρόκειται να εκτυπώσουν.

Παλιότερα οι συχνότερα χρησιμοποιούμενοι εκτυπωτές ήταν οι κρουστικοί. Οι κρουστικοί εκτυπωτές (ή εκτυπωτές ακίδων) έχουν μια σειρά από ακίδες, που χτυπούν μια μελανωμένη ταινία πάνω στο χαρτί και δημιουργούν τους χαρακτήρες και τα διάφορα σχέδια. Υπήρχαν δύο κατηγορίες με 9 και 21 ακίδες αντίστοιχα. Οι κρουστικοί εκτυπωτές είναι φτηνοί και θορυβώδεις και χρησιμοποιούνται μόνο σε περιπτώσεις όπου χρειάζεται η παραγωγή πολλαπλών αντιγράφων με καρμπόν (π.χ. σε εφαρμογές λογιστηρίου).

Σήμερα οι περισσότερο διαδεδομένοι εκτυπωτές είναι οι έγχυσης μελάνης (ink jet printers) καθώς και οι εκτυπωτές λέιζερ. Οι πρώτοι χρησιμοποιούν μελάνη σε τέσσερα ειδικά δοχεία με κατάλληλα ακροφύσια από όπου την εκτοξεύουν πάνω στο χαρτί. Τα δοχεία περιέχουν τα χρώματα κυανό (Cyan), πορφυρό (Magenta), κίτρινο (Yellow) και μαύρο (Black). Τα τέσσερα αυτά χρώματα συνιστούν το λεγόμενο αφαιρετικό μοντέλο χρώματος (CMYK), το οποίο χρησιμοποιείται στην τυπογραφία, σε αντίθεση με το προσθετικό μοντέλο RGB που έχει ως βασικά χρώματα τα κόκκινο (Red), πράσινο (Green) και μπλε (Blue) και χρησιμοποιείται όταν η αναπαραγωγή χρωμάτων προκαλείται άμεσα από τη φωτεινή πηγή (όπως π.χ. στις οθόνες). Οι εκτυπωτές έγχυσης μελάνης εξελίχθηκαν ραγδαία στις αρχές της δεκαετίας του 90 προσφέροντας ποιοτικές έγχρωμες εκτυπώσεις με μικρό κόστος. Οι εκτυπωτές λέιζερ χρησιμοποιούν μια ακτίνα λέιζερ η οποία δημιουργεί ηλεκτρικά φορτισμένες περιοχές σε ένα περιστρεφόμενο τύμπανο. Τα σωματίδια της μελάνης (toner) έλκονται και προσκολλώνται στις περιοχές αυτές του τυμπάνου από όπου με πίεση και θέρμανση μεταφέρονται στη σελίδα. Στους έγχρωμους laser η διαδικασία αυτή επαναλαμβάνεται τέσσερις φορές, μία για καθένα από τα τέσσερα χρώματα του μοντέλου CMYK.

Σήμερα οι ασπρόμαυροι εκτυπωτές λέιζερ είναι φτηνοί και προσφέρουν ταχύτητα και ποιότητα εκτύπωσης καλύτερη από τους ink jet. Οι έγχρωμοι λέιζερ όμως παραμένουν ακριβοί και στην περίπτωση που το χρώμα είναι επιθυμητό οι ink jet αποτελούν συνήθως την πρώτη επιλογή.

Οι γλώσσες των εκτυπωτών είναι εντολές από τον υπολογιστή προς τον εκτυπωτή που τον καθοδηγούν πώς να μορφοποιήσει το έγγραφο που πρόκειται να τυπώσει. Μέσω μιας τέτοιας γλώσσας μπορούν να καθοριστούν τα διάφορα χαρακτηριστικά εμφάνισης του εγγράφου, όπως το είδος της γραμματοσειράς, το μέγεθος των χαρακτήρων, τα γραφικά, η πληροφορία χρώματος κτλ.. Οι δύο περισσότερο διαδεδομένες τέτοιες γλώσσες είναι η Postscript και η PCL (Printer Control Language).